- διστακτική
- διστακτικόςexpressive of doubtfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διστακτικῇ — διστακτικός expressive of doubt fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοφύλακτος — I (; – 843). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας και επίσκοπος Νικομήδειας. Με προτροπή του πατριάρχη Ταρασίου μόνασε στον Πόντο και μετά από επιτυχή δοκιμασία χειροτονήθηκε μητροπολίτης. Διακρίθηκε για τη μεγάλη φιλανθρωπική του δραστηριότητα.… … Dictionary of Greek
τραύλισμα — Διαταραχή του έναρθρου λόγου, που οφείλεται σε δυσχέρεια άρθρωσης των λέξεων, η οποία μπορεί να χαρακτηρίζεται από σπασμωδική επανάληψη μιας συλλαβής (κλονικό τ.), από δυσκολία εκφώνησης ενός ήχου ενώ το στόμα είναι ανοιχτό (τονικό τ.), από… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… … Dictionary of Greek
Μακ Μαόν, Μαρί Εντμέ Πατρίς Μορίς — (Marie Edme Patrice Maurice MacMahon, Σιλί 1808 – Σατό ντε Λα Φορέ, Λουάρ 1893). Γάλλος στρατάρχης και πολιτικός, πρόεδρος της Γαλλίας (1873 79). Πέρασε μεγάλο μέρος της στρατιωτικής του σταδιοδρομίας στην Αλγερία, αλλά το 1855 τοποθετήθηκε στην… … Dictionary of Greek
Ουκρανία — Κράτος της ανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με την Πολωνία, Β με τη Λιθουανία, ΒΑ με τη Ρωσία, ΝΔ με τη Σλοβακία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία και τη Μολδαβία, και στα Ν βρέχεται από την Αζοφική και από τη Μαύρη θάλασσα (Εύξεινο Πόντο).Ο. σημαίνει… … Dictionary of Greek
Ρισελιέ, Αρμάν Ζαν ντι Πλεσί, δούκας του- — (Richelieu, Παρίσι 1585 – 1642). Γάλλος καρδινάλιος και πολιτικός. Από οικογένεια μικροευγενών του Πουατού, εξελέγη το 1608 επίσκοπος της Λισόν. Έπειτα από μερικές αποτυχημένες προσπάθειες να πάρει μέρος στην πολιτική ζωή, κατόρθωσε να γίνει… … Dictionary of Greek
ρομανική τέχνη — Από τα τέλη του 10ου έως τα τέλη του 12ου αι., εκδηλώθηκε στην Ευρώπη μια κίνηση για το ξαναζωντάνεμα όλων των τεχνών και πρώτα πρώτα της αρχιτεκτονικής, που πήρε το όνομα ρομανική. Η έκφραση αυτή χρησιμοποιήθηκε αρχικά με την ίδια ορολογική αξία … Dictionary of Greek
Φαρμακίδης, Θεόκλητος — (Νιμπεγλέρ, Θεσσαλία 1784 – Αθήνα 1860). Λόγιος κληρικός, πρωτοπόρος δημοσιογράφος και ο τελευταίος εκπρόσωπος της φιλελεύθερης πνευματικής παράδοσης του Κοραή. Τις στοιχειώδεις σπουδές στο χωριό του και στη Λάρισα συμπλήρωσε αργότερα στη Μεγάλη… … Dictionary of Greek